βλαστοκύτταρα biohellenika

Επιλέξτε τη γλώσσα σας

6944677746

Τα βλαστοκύτταρα από το ομφαλοπλακουντιακό αίμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο ίδιο το παιδί;

Τα βλαστοκύτταρα από το ομφαλοπλακουντιακό αίμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο ίδιο το παιδί;

Ναι. Στις πολιτισμένες χώρες, η αυτόλογη μεταμόσχευση αποτελεί σήμερα την πρώτη επιλογή εφ όσον υπάρχει αυτόλογο μόσχευμα, δηλαδή βλαστοκύτταρα του ίδιου του παιδιού, στις υπόλοιπες χώρες τα ποσοστά των αλλογενών μεταμοσχεύσεων είναι υψηλότερα.

Μέχρι σήμερα  έχουν πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη 40.000 μεταμοσχεύσεις με τη χρήση αιμοποιητικών αρχέγονων κυττάρων. Το 70% των μεταμοσχεύσεων αυτών ήταν αυτόλογες, τα βλαστοκύτταρα δηλαδή προέρχονταν από τον ίδιο τον ασθενή, ενώ από το υπόλοιπο 30% που ήταν αλλογενείς, (προέρχονταν δηλαδή από δότη), το 70% προέρχονταν από δότη μέσα από την οικογένεια, [Watt et al 2007, Methods Mol Biol 368: 237-259]. Νεότερα  στοιχεία τα οποία δημοσιεύτηκαν το 2010 έδειξαν οτι το 84% των μεταμοσχεύσεων έγιναν με βλαστοκύτταρα του ίδιου του ασθενή και της οικογένειας του, ενώ μόνο το 14% έγιναν για περιπτώσεις λευχαιμιών και τα βλαστοκύτταρα προέρχονταν μέσω της δημόσιας τράπεζας από άγνωστο συμβατό δότη, (Gratwhol 2010, JAMA). 

Στην περίπτωση της λευχαιμίας η συνολική επιβίωση μεταξύ ασθενών οι οποίοι πήραν δικά τους (αυτόλογα βλαστοκύτταρα – τα οποία λαμβάνονται μετά την εμφάνιση της νόσου) ή αλλογενή συμβατά μοσχεύματα δεν διαφέρει σημαντικά [Loy Ys et al 2007 Leuk Lymphoma, 48 (1),72-9]. Αυτό συμβαίνει επειδή ο κίνδυνος να είναι το αυτόλογο μόσχευμα φορέας, επειδή αυτό συλλέγεται  μετά την εκδήλωση της νόσου, εξισορροπεί τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου του μοσχεύματος κατά του ξενιστή που κατά κανόνα εγκυμονεί το «συμβατό» αλλογενές μόσχευμα.

Οι παρακάτω πληροφορίες αποτελούν επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Δικτύου που καταγράφει τις μεταμοσχεύσεις του ομφαλικού  αίματος και του μυελού των οστών που δόθηκαν στη δημοσιότητα τον Απρίλιο του 2020 και αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές για την πολιτική που θα ακολουθήσουν τα κράτη σχετικά με τη φύλαξη των βλαστοκυττάρων. Τα στοιχεία αυτά δημοσιεύτηκαν το 2023 στο περιοδικό Bone Marrow Transplantation 2023, 58:647,  ένα από τα εγκυρότερα διεθνή ιατρικά περιοδικά. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 1.327 επιστημονικές ομάδες από 71 χώρες οι οποίες βρίσκονται σε πέντε ηπείρους. Καταγράφηκαν όλα τα είδη των μεταμοσχεύσεων, αυτόλογων και αλλογενών που πραγματοποιήθηκαν από τις συμμετέχουσες ομάδες το έτος 2020 για τη θεραπεία κακοήθων, κληρονομικών και αυτοάνοσων ασθενειών. Το έτος αυτό πραγματοποιήθηκαν 50.417 μεταμοσχεύσεις εκ των οποίων οι 28.901 (57%) ήταν αυτόλογες και οι 21.516 (43%) ήταν αλλογενείς. Από τις 21.516 αλλογενείς μεταμοσχεύσεις στις 11.928 (55,4%) τα βλαστοκύτταρα προέρχονταν μέσα από την οικογένεια και στις 9.588 (44,5%) από τη δημόσια τράπεζα. Άρα η πραγματική προσφορά της οικογένειας προς την κοινωνία το έτος 2020 στο σύνολο των μεταμοσχεύσεων ήταν 40.829 μοσχεύματα, το 86%, και της δημόσιας 9.588, το 14%.

Η μελέτη αυτή κατέληξε και σε άλλα σημαντικά συμπεράσματα, όπως ότι στην Αμερική και την Ευρώπη πραγματοποιούνται περισσότερες αυτόλογες μεταμοσχεύσεις, ενώ στις υπό ανάπτυξη χώρες περισσότερες αλλογενείς. Στην Αμερική αυτόλογες μεταμοσχεύσεις πραγματοποιούνται σε ποσοστό 58%, στην Ασία 42%, στην Ευρώπη 62,5% και στην Αφρική και στις μεσογειακές χώρες σε ποσοστό 34%.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι της αυτόλογης και ποιοι της αλλογενούς μεταμόσχευσης;

Στην αλλογενή μεταμόσχευση μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει μόσχευμα είτε από άγνωστο δότη, μέσω της δημόσιας τράπεζας, είτε από ιστοσυμβατό αδελφό. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθούν βλαστοκύτταρα από ιστοσυμβατό αδελφό τα ποσοστά επιβίωσης του αδελφού είναι πολύ υψηλότερα και  οι επιπλοκές πολύ λιγότερες. Μεταμοσχεύσεις με βλαστοκύτταρα από άγνωστο δότη εμφανίζουν σε ποσοστό έως  45% φαινόμενα  απόρριψης τα πρώτα πέντε έτη, διότι παρά την εργαστηριακά τεκμηριωμένη  ιστοσυμβατότητα  το μόσχευμα τελικά δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο σώμα του ασθενή. Όλοι οι ασθενείς μετά την αλλογενή  μεταμόσχευση συνεχίζουν να παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για την προστασία των μοσχευμάτων από την απόρριψη. Είναι γνωστό ότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν σοβαρές παρενέργειες σε πολλά όργανα.  Στις επιπλοκές της αλλογενούς μεταμόσχευσης αναφέρεται η εμφάνιση δερματικών κακοήθων όγκων, αλλά και άλλων όγκων επιθηλιακής  προέλευσης,  υπέρτασης και σακχαρώδους διαβήτη.

Στην αυτόλογη μεταμόσχευση υπάρχει 100% συμβατότητα του ασθενούς με τα βλαστοκύτταρά του και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, αλλά συγχρόνως και μειονέκτημα στις θεραπείες των λευχαιμιών.  Ενώ ο κίνδυνος της απόρριψης είναι μηδενικός, εάν διαφύγουν της χημειοθεραπείας-ακτινοβολίας,  η οποία προηγείται  της μεταμόσχευσης, λευχαιμικά κύτταρα και εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν στο σώμα του ασθενή, αυτά δεν αναγνωρίζονται ως ξένα κύτταρα και δεν καταστρέφονται  από τα κύτταρα του μοσχεύματος. Για το λόγο αυτό υπάρχει κίνδυνος αναζωπύρωσης της νόσου. Από την άλλη όμως πλευρά όσο πιο επιθετικό είναι ένα αλλογενές μόσχευμα προς τα υπολειπόμενα λευχαιμικά κύτταρα, τόσο είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος της απόρριψης είτε του μοσχεύματος, είτε των οργάνων του ασθενούς.  Το ιδανικό  βέβαια μόσχευμα θα ήταν αυτό που ταυτόχρονα έχει αντιλευχαιμική δράση, αλλά δεν προκαλεί απόρριψη.  Χρειάζεται  μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των δύο ανοσοποιητικών συστημάτων, του δότη και του ασθενούς. Για το λόγο αυτόν σήμερα πολλές έρευνες στρέφονται σε μεθόδους  ενίσχυσης της αντιλευχαιμικής δράσης του μοσχεύματος με πολλαπλασιασμό των κυττάρων φυσικών φονέων, (Νatural Κiller Cells) του ομφαλοπλακουντιακού αίματος . Η μέθοδος αυτή  έχει το πλεονέκτημα οτι θα αυξήσει το όριο ηλικίας για τις αλλογενείς μεταμοσχεύσεις και  δεν θα απαιτείται ισχυρή χημειοθεραπεία πριν τη μεταμόσχευση.

Το 2010 δημοσιεύτηκε μια μελέτη από τον Τομέα Αιματολογίας του Πανεπιστημίου του Manchester Royal Infirmary της Αγγλίας από τον Daniel Howard Wiseman ο οποίος αναφέρει οτι το 30% των υγιών ανθρώπων μεταφέρουν στο αίμα τους προλευχαιμικούς κλώνους και το 24% ενεργοποιημένα γονίδια για το λέμφωμα.  5% των νεογέννητων φέρουν στο αίμα τους προλευχαιμικούς κλώνους αλλά μόνο το 1% αυτών των παιδιών θα αναπτύξουν στα επόμενα χρόνια λευχαιμία. Στα υπόλοιπα παιδιά οι προλευχαιμικοί κλώνοι σιγά-σιγά θα απομακρυνθούν από το σώμα τoυς, χωρίς επίπτωση στην υγεία τους. Το πλέον όμως σημαντικό από τη μελέτη αυτή είναι οτι το 5% των υποτροπών της λευχαιμίας μετά από αλλογενή μεταμόσχευση οφείλεται σε εμφάνιση της λευχαιμίας στα κύτταρα του δότη και όχι σε υποτροπή της αρχικής λευχαιμίας. To γεγονός αυτό εξηγείται από την παρουσία προλευχαιμικών κλώνων στο μόσχευμα, οι οποίοι και δεν εξετάζονται όταν γίνεται η μεταμόσχευση. Στις περιπτώσεις αυτές παρακολουθείται και ο δότης, εφ όσον είναι γνωστός,  διότι και ο ίδιος είναι πολύ πιθανόν να εμφανίσει την ανάλογη μορφή λευχαιμίας. Η ύπαρξη προλευχαιμικών κλώνων στο αίμα είτε του πλακούντα είτε  των ενηλίκων είναι μια πραγματικότητα. Κατά την κρυοσυντήρηση των βλαστοκυττάρων δεν γίνονται εξετάσεις για την ανίχνευση προλευχαιμικών κλώνων, ούτε στη δημόσια ούτε στην ιδιωτική φύλαξη, διότι τέτοιου είδους εξετάσεις δεν προβλέπονται από το νόμο.  Στην ιδιωτική φύλαξη επειδή τα βλαστοκύτταρα φυλάσσονται επώνυμα υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστεί το μόσχευμα ως προς την ύπαρξη προλευχαιμικών κλώνων. Στη δημόσια φύλαξη επειδή τα μοσχεύματα φυλάσσονται ανώνυμα   ο δότης και τα βλαστοκύτταρά του δεν ταυτοποιούνται.  Εάν ο δότης προκύψει στο μέλλον να γίνει ασθενής, τα βλαστοκύτταρά του δεν μπορούν να εξεταστούν ως προς την ύπαρξη προλευχαιμικών κλώνων  επειδή φυλάσσονται ανώνυμα.

Η θεραπεία των συμπαγών κακοήθων όγκων της παιδικής ηλικίας (οστών, νευρικού συστήματος, λεμφωμάτων) γίνεται με τη χρήση κυττάρων του ίδιου του παιδιού. Η ετήσια συχνότητα εμφάνισης καρκίνου σε παιδιά είναι 130 ανά εκατομμύριο, άρα η πιθανότητα να αναπτύξει ένα παιδί λευχαιμία ή καρκίνο μέχρι της ηλικίας των 16 ετών είναι 1/500 και περίπου για ένα από τα τέσσερα παιδιά απαιτείται αιμοποιητική μεταμόσχευση (Smith et al 2002, Principles and Practice of Pediatric Oncology, 4th edition Philadelphia PA Lippincott). Η πιθανότητα χρήσης του μοσχεύματος διπλασιάζεται αν υπολογίσει κανείς και τους συγγενείς εξ αίματος που μπορεί να κάνουν χρήση του μοσχεύματος. Για τη θεραπεία του παιδικού καρκίνου η μελέτη του Al Gratwohl και συν το 2010 έδειξε ότι η οικογένεια βοήθησε στο 98,6% των μεταμοσχεύσεων και η δημόσια τράπεζα στο 1,4%, ενώ για τη θεραπεία των λεμφωμάτων η οικογένεια χορήγησε το 94,3% των μοσχευμάτων.

Το 2007 δημοσιεύτηκε περίπτωση παιδιού ηλικίας 7 ετών με πρόβλημα οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας στα τρία του χρόνια, στο οποίο απέτυχε δύο φορές η χημειοθεραπεία και θεραπεύτηκε με τα δικά του βλαστοκύτταρα, τα οποία για προληπτικούς λόγους η οικογένειά του είχε φυλάξει για αυτό κατά τη γέννηση του, [Hayani et al 2007, Pediatrics 119, 296-300]. 

Η επιτυχημένες αυτόλογες χρήσεις των αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων στη θεραπεία της εγκεφαλικής παράλυσης σε φάσεις κλινικών μελετών  ενισχύει την αποτελεσματικότητα τους.