Τα βλαστοκύτταρα στη θεραπεία της πνευμονικής ίνωσης
ΤΑ ΒΛΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΑ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ
Σοβαρές αναπνευστικές λοιμώξεις καθιστούν σε αρκετές περιπτώσεις τον πνεύμονα ανεπαρκή στην παροχή οξυγόνου στους ιστούς. Επιστήμονες από το Ινστιτούτο Γονιδιώματος της Σιγκαπούρης με επικεφαλής τον Frank McKeon και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ανακοίνωσαν την πειραματική χρήση βλαστοκυττάρων για την αποκατάσταση του πνεύμονα μετά από μόλυνση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1.
Η πρώτη γνωστή επιδημία του ιού αυτού ήταν το 1918 όπου οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πέθαναν από τη λοίμωξη και τις επιπλοκές που ακολούθησαν. Οι πρώτες πειραματικές θεραπείες με τη χρήση βλαστοκυττάρων έδειξαν ότι δύο μήνες μετά την μόλυνση με τον εν λόγο ιό και την επακόλουθη πνευμονία, οι πνεύμονες λειτουργούσαν φυσιολογικά. Στην ομάδα προστέθηκαν και Γάλλοι ερευνητές οι οποίοι όχι μόνο διαπίστωσαν την αποκατάσταση του πνεύμονα μετά την ενδοπνευμονική χορήγηση βλαστοκυττάρων στις πειραματικές μολύνσεις, αλλά και τη δημιουργία πνευμονικών κυττάρων από τα βλαστοκύτταρα στο εργαστήριο.
Το πρόβλημα στις πανδημίες είναι πολύ μεγάλο και δεν είναι γνωστό σε τι βαθμό θα μπορούν να βοηθήσουν τα βλαστοκύτταρα σε ασθενείς που δεν τα διαθέτουν από πριν. Οι κυτταρικές θεραπείες, αλλά και τα παράγωγα των βλαστοκυττάρων φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικά στην αναγέννηση του πνεύμονα μετά από λοίμωξη.
Επεκτείνοντας την μελέτη, τα βλαστοκύτταρα θα μπορούσαν να αποδειχτούν πολύτιμα στη θεραπεία της πνευμονικής ίνωσης, μιας ιδιαίτερα ύπουλης και θανατηφόρας αυτοάνοσης ασθένειας των πνευμόνων, η οποία πολύ γρήγορα οδηγεί στην πνευμονική ανεπάρκεια και το θάνατο. Στα πλαίσια αυτής της μελέτης η επιστημονική ομάδα της Biohellenika σε συνεργασία με την Πνευμονολογική κλινική του Πανεπιστημίου της Αλεξανδρούπολης ανακοίνωσε τα πρώτα αποτελέσματα από 14 ασθενείς με πνευμονική ίνωση, στους οποίους χορηγήθηκαν τα βλαστοκύτταρα που απομονώθηκαν από το λιπώδη ιστό. Ακολουθούν άλλοι 30 ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται στο στάδιο της αξιολόγησης. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα έδειξαν ασφάλεια της μεθόδου, ύφεση και ελαφρά βελτίωση της κλινικής εικόνας των ασθενών.