βλαστοκύτταρα biohellenika

Επιλέξτε τη γλώσσα σας

6944677746
Biohellenika - Νέα 2011

Επιστήμονες προσπαθούν να εφαρμόσουν εναλλακτικές επεξεργασίας των αλλογενών αιμοποιητικών μοσχευμάτων για να προστατεύσουν τους ασθενείς που θα τα χρησιμοποιήσουν από την απόρριψη

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΓΕΝΩΝ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΗΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ


Είναι γνωστό ότι το σημαντικότερο πρόβλημα των αλλογενών μεταμοσχεύσεων, χρήση βλαστοκυττάρων από ξένο δότη, είναι η απόρριψη. Για το λόγο αυτό καταβάλλονται μεγάλες προσπάθειες για να μπορέσουν τα ξένα βλαστοκύτταρα σε όσες περιπτώσεις κατ ανάγκη χορηγούνται, να παραμείνουν στο σώμα του ασθενή και να λειτουργήσουν. Στις κακοήθεις παθήσεις του αίματος χρησιμοποιούνται αρχικά μέθοδοι καταστροφής του αιμοποιητικού συστήματος του ασθενή, το οποίο στη συνέχεια αναγεννάτε χρησιμοποιώντας αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα είτε δικά του τα οποία είχαν φυλαχτεί πολύ πριν να αρρωστήσει ή από υγιή συμβατό δότη. Ο καλύτερος δότης μετά από αυτόν που του ανήκουν τα βλαστοκύτταρα είναι ο ιστοσυμβατός αδελφός του.

Αλλά αν ο ασθενής και ο δωρητής δεν είναι πλήρως ιστοσυμβατοί, τα μεταμοσχευμένα κύτταρα μπορεί να αποτελέσουν απειλή για αυτόν και αντί να του σώσουν τη ζωή, να επιτεθούν στα όργανά του και να τον οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο. Το 50% των αλλογενών μοσχευμάτων απορρίπτονται στα επόμενα πέντε χρόνια μετά τη μεταμόσχευση. Αυτό οφείλεται στο ότι τα λεμφοκύτταρα που μέσω του μοσχεύματος μεταφέρονται στο σώμα του ασθενή γίνονται επιθετικά προς τα όργανα του με αποτέλεσμα την ανεπάρκεια έως και απόρριψή τους. Η επιπλοκή αυτή ανάλογα με τη βαρύτητα, μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή ακόμα και στο θάνατο τις πρώτες μέρες μετά τη μεταμόσχευση.

Πολλές φορές όταν η κατάσταση του ασθενούς είναι επείγουσα και δεν μπορεί να βρεθεί άμεσα ένα ικανοποιητικά ιστοσυμβατό μόσχευμα οι ερευνητές του πανεπιστημίου Thomas Jefferson προσπαθώντας να προλάβουν την απόρριψη των μοσχευμάτων, πρότειναν μια μέθοδο με την οποία επιδιώκουν να κάνουν τα ξένα βλαστοκύτταρα λιγότερο επιθετικά προς τον ασθενή. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύουν ότι πιθανόν θα ελαττώσουν τα ποσοστά της απόρριψης των ξένων μοσχευμάτων.

Λιγότεροι από τους μισούς λευκούς και μόνο το 10% ατόμων που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες μπορούν να βρουν απόλυτα ιστοσυμβατά βλαστοκύτταρα, όταν έχουν ανάγκη και δεν έχουν τα δικά τους. Στις περιπτώσεις αυτές τα βλαστοκύτταρα συνήθως προέρχονται από τους αδελφούς των ασθενών ή από δημόσιες τράπεζες. Αν δεν υπάρχει ιστοσυμβατός αδελφός οι πιθανότητες να βρεθούν από την παγκόσμια δεξαμενή απόλυτα ιστοσυμβατά βλαστοκύτταρα μειώνονται δραματικά, ενώ και ο χρόνος που απαιτείται για την εύρεση ιστοσυμβατού μοσχεύματος μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενή.

Η καινοτομία της μελέτης αυτής είναι ότι διαχωρίζει τα κύτταρα του δότη (μόσχευμα-που χορηγείται στον ασθενή-δέκτη μετά τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία )σε δυο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιέχει τα βλαστικά κύτταρα τα οποία θα εξελιχτούν σε ώριμα κύτταρα του αίματος και το δεύτερο τμήμα περιέχει τα Τ λεμφοκύτταρα. Αυτά αποτελούν κύτταρα πρώτης γραμμής στην άμυνα ενάντια στα μικρόβια και τους όγκους, των οποίων ο ρόλος είναι να προστατεύουν τους μεταμοσχευμένους ασθενείς από λοιμώξεις τον πρώτο καιρό και υποτροπή της νόσου. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι τα Τ λεμφοκύτταρα του ξένου μοσχεύματος επιτίθενται στους ιστούς και τα όργανα του ασθενή. Οι ερευνητές Grosso και Neal Flomenberg Διευθυντές της Ογκολογικής μονάδας του πανεπιστημίου Thomas Jefferson γνωρίζοντας την επιθετικότητα των Τ λεμφοκυττάρων δοκίμασαν να δώσουν αρχικά χαμηλή δόση Τ λεμφοκυττάρων και στη συνέχεια χημειοθεραπεία, με σκοπό να ελαττώσουν τα ενεργά Τ κύτταρα αλλά να παραμείνουν κάποια, αρκετά για να καταπολεμήσουν τις λοιμώξεις και τις υποτροπές των όγκων στην πορεία. Η μέθοδος δοκιμάστηκε σε 27 ασθενείς, 48% των οποίων επιβίωσαν σε αντίθεση με το 20% των ασθενών που συνήθως επιβιώνουν από τις συνηθισμένες μη απόλυτα ιστοσυμβατές μεταμοσχεύσεις.