Στρατηγικές επιβίωσης των δημοσίων τραπεζών αυξάνοντας το κόστος των μοσχευμάτων
Δημόσιες τράπεζες βλαστοκυττάρων ομφαλοπλακουντιακού αίματος: Λειτουργία ή πτώχευση. Στρατηγικές για την επιβίωση τους στο μέλλον
Κ . Κουζή-Κολιάκου
Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών Biohellenika
Οι δημόσιες τράπεζες προκειμένου να πτωχεύσουν, αλλάζουν τακτική. Αποφάσισαν να επιλέγουν για φύλαξη συγκεκριμένα μοσχεύματα και ταυτόχρονα να αυξήσουν το κόστος προς τον ασθενή. Το 2010 οι Querol et al πρότειναν για την Αγγλία τη φύλαξη μοσχευμάτων ομφαλοπλακουντιακού αίματος (ΟΠΑ) με αριθμό εμπύρηνων κυττάρων 9Χ10 8 με στόχευση την κάλυψη των αναγκών του 98% του πληθυσμού και με συμβατότητα 4/6.
Ωστόσο το 2013 από τις 139 δημόσιες τράπεζες στον κόσμο μόνο οι 16 ήταν βιώσιμες και από τότε άρχισε ο διάλογος πώς θα γίνει η διάσωση των δημοσίων τραπεζών. Προτάθηκε ελάττωση του κόστους λειτουργίας με περικοπές δαπανών, αύξηση του αριθμού των χορηγούμενων μοσχευμάτων και αύξηση των εισπράξεων. Με βάση αυτή την πολιτική το 2015 αποφασίστηκε η φύλαξη δειγμάτων των οποίων ο αριθμός σε εμπύρηνα κύτταρα είναι άνω των 18Χ108 και παράλληλα διπλασιάστηκε το κόστος του μοσχεύματος προς τον ασθενή. Η στρατηγική αυτή προσφέρει μοσχεύματα υψηλής θεραπευτικής αξίας για τον ασθενή με χαμηλό λειτουργικό κόστος για την τράπεζα. Διπλασιάζοντας τη χρέωση του κάθε μοσχεύματος, επιλέγοντας εκ των νεογνών τους καλύτερους δότες και εκπαιδεύοντας τους γυναικολόγους ευελπιστούν οι δημόσιες τράπεζες ότι θα καταφέρουν να επιβιώσουν, φυλάσσοντας μικρότερο αριθμό δειγμάτων και για περιορισμένες συμβατότητες. Αυτό σημαίνει ότι λιγότεροι ασθενείς θα μπορούν να βρουν ένα συμβατό μόσχευμα. Οι δημόσιες τράπεζες χορηγούν αιμοποιητικά μοσχεύματα μυελού των οστών ή ομφαλοπλακουντιακού αίματος για τη θεραπεία της λευχαιμίας, σε ασθενείς που δεν διαθέτουν αυτόλογο ή συμβατό μόσχευμα μέσα από την οικογένεια τους. Τα αιμοποιητικά μοσχεύματα στην περίπτωση αυτή χορηγούνται σε περιεκτικότητα βλαστοκυττάρων ανάλογα με το βάρος του ασθενή. Το σύστημα φύλαξης των δημοσίων τραπεζών προβλέπει μια χρήση ανεξαρτήτως του βάρους του σώματος του ασθενή. Έτσι ένα συμβατό μόσχευμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε βλαστοκύτταρα, εφ όσον προορίζεται για μικρόσωμο ασθενή, θα καταστραφεί μετά τη χορήγηση του μέγιστου αριθμού βλαστοκυττάρων ανά κιλό βάρους σώματος του ασθενή. Απεναντίας θα χορηγηθεί εξ ολοκλήρου σε μεγαλόσωμο ασθενή. Για το λόγο αυτό οι δημόσιες τράπεζες επέλεξαν την ακραία λύση ώστε να εξυπηρετούνται μικρόσωμοι και μεγαλόσωμοι ασθενείς με το ίδιο υψηλό κόστος.
Το 2008 προτάθηκε η φύλαξη μοσχευμάτων με περιεκτικότητα 6Χ108 εμπύρηνα κύτταρα, τα οποία στη συνέχεια αυξήθηκαν στα 10Χ108 μέχρι το 2013, όπου παρατηρήθηκε δραστική μείωση των εισοδημάτων των δημοσίων τραπεζών και ανάγκασε 6 δημόσιες τράπεζες να κλείσουν τρία χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας τους. Ο λόγος ήταν ότι συντηρούσαν περισσότερα δείγματα, αλλά δεν υπήρχαν τόσοι ασθενείς που τα είχαν ανάγκη.
Για να αποφύγουν την πτώχευση το 2014, οι εναπομείνασες δημόσιες τράπεζες αποφάσισαν να αλλάξουν ριζικά την στρατηγική φύλαξης και να αυξήσουν τον αριθμό των φυλασσόμενων κυττάρων στα 16 Χ 108 , προσεγγίζοντας ταυτόχρονα και ένα τελείως διαφορετικό τρόπο λειτουργίας. Μέσα σε επτά χρόνια, το κριτήριο επιλογής των προς φύλαξη μοσχευμάτων, σε ότι αφορά τον αριθμό των φυλασσόμενων κυττάρων μετά την επεξεργασία, αυξήθηκε κατά 267%. Σε ένα πλαίσιο οικονομικής λιτότητας, η ταχεία μετάβαση από την αρχική στρατηγική της φύλαξης ενός λογικού αριθμού εμπύρηνων κυττάρων στην υπερβολική φύλαξη αποδεικνύεται ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί η κατάρρευση του δικτύου των δημόσιων τραπεζών.
Η διαπίστωση αυτή έδωσε ένα νέο τρόπο προσέγγισης της επιβίωσης της δημόσιας τράπεζας. Το 2011 στις ΗΠΑ υπολογίστηκε ότι το κόστος ανά μονάδα χορήγησης ΟΠΑ ήταν 221.656 δολάρια. Το ίδιο έτος συλλέχτηκαν 48.730 μοσχεύματα μέσης περιεκτικότητας σε εμπύρηνα κύτταρα <9Χ10 8 , το κόστος της όλης διαδικασίας ήταν 71.595.000 δολάρια και χορηγήθηκαν 323 μοσχεύματα.
Οι δημόσιες τράπεζες ευελπιστούν ότι ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός των αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων θα αυξήσει τον αριθμό των δειγμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και που σήμερα αν και περιέχουν μικρό αριθμό εμπύρηνων κυττάρων παραμένουν στις εγκαταστάσεις τους.
Επιπλέον, η δημιουργία επαγόμενων πολυδύναμων βλαστικών κυττάρων (iPS) από τα μικρά δείγματα μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο για τη μελέτη μηχανισμών ασθενειών, αλλά και θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει στην ανάπτυξη θεραπειών που θα γίνονται από τα iPS. Προκειμένου οι θεραπείες τα αναγεννητικής ιατρικής να είναι διαθέσιμες σε όλο τον πληθυσμό η ανάπτυξη αλλογενών προϊόντων θα είναι απαραίτητη στην επόμενη δεκαετία, πιστεύουν οι δημόσιες τράπεζες.
Σήμερα η ιατρική λαμβάνει υπόψη της οτι εκτός από την κληρονομούμενη συμβατότητα έχει να αντιμετωπίσει και την επίκτητη συμβατότητα που μεταφέρεται στο έμβρυο από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, της οποίας η σημασία έγινε πρόσφατα γνωστή. Και για το λόγο αυτό η ανεύρεση μοσχευμάτων από τις δημόσιες τράπεζες είναι πλέον δύσκολη.
Η οικονομική μελέτη την οποία έκαναν οι δημόσιες τράπεζες δείχνει ότι μόνο με την αυστηρότερη επιλογή των μονάδων ΟΠΑ και την αύξηση της χρέωσης θα μπορούν να είναι βιώσιμες. Η επιλογή της στρατηγικής της φύλαξης μοσχευμάτων περιεκτικότητας σε εμπύρηνα κύτταρα άνω των 18 Χ108 θα ήταν μια οικονομικά αποδοτική στρατηγική για τη δημόσια τράπεζα, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει ασθενείς άνω των 80 κιλών, χορηγώντας τους τον ανώτερο αριθμό κυττάρων ανά κιλό βάρους σώματος και ταυτόχρονα θα μείωνε και τα οικονομικά τους ελλείμματα.
Σχολιάζοντας, εάν εκτός από το κόστος των μοσχευμάτων των δημοσίων τραπεζών προσθέσουμε το ποσοστό της απόρριψης το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 40%-60%, το κόστος των ανοσοκατασταλτικών για να μην γίνει απόρριψη και την αυξημένη νοσηρότητα των αλλογενών μεταμοσχεύσεων, μήπως κρίνεται σκόπιμο τα κράτη να επενδύσουν στην προσωπική-οικογενειακή φύλαξη ώστε όλη η έρευνα της συμβατότητας και της προσαρμογής της προς τον ασθενή να επενδυθεί στη βελτίωση των προσωπικών μοσχευμάτων για όλους;
Jeremy Magalon,, Martin Maiers, Joanne Kurtzberg, Cristina Navarrete, Pablo Rubinstein, Colin Brown, Catherine Schramm, Jérome Larghero, Sandrine Katsahian, Christian Chabannon, Christophe Picard, Alexander Platz, Alexander Schmidt, Gregory Katz
PLOS ONE, December 1, 2015, https://doi.org/10.1371/journal.pone.0143440